- μόριμος
- -η, -ο (Α μόριμος, -ον)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο μόριμοςεντομολ. γένος εντόμων τής οικογένειας cerambycidaeαρχ.βλ. μόρσιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μόρσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μόριμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόριμον — μόριμος masc/fem acc sg μόριμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής … Dictionary of Greek